- ἀγαυόν
- ἀγαυόςillustriousmasc acc sgἀγαυόςillustriousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀγαυόν — Ἀγαυός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БЛАГО — позитивный объект интереса или желания. Во втор. пол. 19 в. понятие Б. непосредственно связывается с понятием ценности (Г. Риккерт и др.). В более узком, этическом смысле понятие Б. совпадает с понятием добра. Вопрос о соотношении Б. и ценности… … Философская энциклопедия
αγαόν — (agaon).Γένος εντόμων που ζουν στις δυτικές ακτές της Αμερικής. Έχουν θαυμάσια στολίδια στα φτερά τους και σε αυτό οφείλεται η ονομασία που τους δόθηκε (αγαός = θαυμαστός). To γένος λέγεται και αγαυόν … Dictionary of Greek